- ὀρτυγομήτραν
- ὀρτυγομήτρᾱν , ὀρτυγομήτραa bird which migrates with quailsfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επινίπτω — ἐπινίπτω (AM) [νίπτω] ρίχνω σαν σταγόνες βροχής («τροφήν αύτοῑς... ὤμβρησεν οὐρανός, ποτὲ μὲν μάννα, ποτὲ δὲ ὀρτυγομήτραν ἐπινίψας» ΠΔ) … Dictionary of Greek